Ο Νίκος Ρίζος, ένα εξαιρετικό ταλέντο που ανέκαθεν καθήλωσε το κοινό, γεννήθηκε στο Πέτα της Άρτας στις 30 Σεπτεμβρίου 1924. Από φτωχή οικογένεια, απέδειξε από νωρίς τις ικανότητές του, ασχολούμενος ερασιτεχνικά με τον κινηματογράφο, κατακτώντας την Αθήνα μετά την Κατοχή με μηδαμινά χρήματα για σπουδές. Η εμπειρία του στον κινηματογράφο ξεκίνησε αφότου έγινε αντιγραφέας για τον συγγραφέα Ναπολέων Ελευθερίου, μιας και αυτή η συνάντηση άλλαξε τη ρότα της καριέρας του, δίνοντάς του το πρώτο του χειροκρότημα ως παλαιστής Τόφαλος.
Η ταχύτατη ανάπτυξή του τον οδήγησε σχετικά γρήγορα σε σπουδαίους θιάσους και θέατρα, όπου με τη βοήθεια του Αλέκου Σακελλάριου καθόρισε το μέλλον του. O Ρίζος αναδείχθηκε ως εξαιρετικός θιασάρχης, συνεργαζόμενος με αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες και δημιουργώντας κλασικές θεατρικές παραστάσεις, όπως οι «Γαμπροί της Ευτυχίας». Σύντομα, η ευφυΐα και το χιούμορ του τον καθόρισαν ως μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του ελληνικού θεάτρου, ενώ οι ικανότητές του τον ανέδειξαν και σε σπουδαίο κινηματογραφικό ηθοποιό.
Ανάμεσα στις χαρακτηριστικές πλαστές του ταινίες βρίσκονται κομεντί της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά, όπως το «Ποντικάκι» και το «Χαρούμενο Ξεκίνημα». Ο Ρίζος με τη μοναδική του αίσθηση του χιούμορ έγινε η ψυχή κάθε κωμικής παραγωγής στην οποία συμμετείχε, χαρίζοντας συγκίνηση και γέλιο στο κοινό.
Η δεκαετία του ’70 βρήκε τον Ρίζο σε μια δύσκολη περίοδο για τον ελληνικό κινηματογράφο, με λιγότερες ευκαιρίες και τυποποιημένες παραγωγές. Παράλληλα, όμως, παρέμενε πιστός στο θέατρο και συνέχιζε να εργάζεται μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του. Κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει την υπέροχη συνεργασία του με άλλα μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως ο Ορέστης Μακρής και ο Βασίλης Αυλωνίτης.
Ο Νίκος Ρίζος έφυγε από τη ζωή στις 20 Απριλίου 1999, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά σπουδαίας κωμωδίας και τη γλυκιά ανάμνηση του καλλιτέχνη που κατάφερε να γελάσει ολόκληρες γενιές. Η εντύπωση που άφησε στα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα της Ελλάδας είναι μεγάλη και η αξία του αναγνωρίζεται ακόμη και σήμερα. Πηγή: ethnos.gr